λουτιώ

λουτιώ
λουτιῶ, -άω (Α)
επιθυμώ να λουστώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λούω + -τιῶ, επίθημα που εμφανίζεται στα θαμιστικά ρ. (πρβλ. κελευ-τιώ)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λουτιῶ — λουτιάω wish to bathe pres imperat mp 2nd sg λουτιάω wish to bathe pres subj act 1st sg (attic epic ionic) λουτιάω wish to bathe pres ind act 1st sg (attic epic ionic) λουτιάω wish to bathe imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλουτιώ — ἀλουτιῶ ( άω) (Μ) ἀλουτῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + λουτιῶ < λούω] …   Dictionary of Greek

  • λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”